ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΤΟΠΙΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ
«Πιάστηκα τα ξημερώματα (...) από όργανα του σπουδαστικού της ασφάλειας (...) κουκουλωμένη με μια κουβέρτα με μετέφεραν σ' ένα υπόγειο. Μ' έδεσαν με καλώδια σ' ένα κρεβάτι. Μου διοχέτευσαν ηλεκτρικό ρεύμα στα δάχτυλα των χεριών και τις μασχάλες. Το σώμα μου τινάζονταν επί μία ώρα. Μετά με μετέφεραν σ' ένα γραφείο όπου 15 αστυνομικοί άρχισαν να με χτυπούν κτηνωδώς παντού. Ζαλίστηκα, δεν έβλεπα τίποτα. Με ξαναπήγαν στο θάλαμο βασανιστηρίων, με δέσανε πάλι στο κρεβάτι και επανέλαβαν το ηλεκτροσόκ. Σωστό πτώμα με πήγαν πάλι στην Ασφάλεια (...) βασανιστές μου: Θόδωρας Μπούρας, κάποιος Θωμάς και άλλοι που δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα ονόματα» (φοιτήτρια 23 χρόνων).
*****
«Με κτύπησαν δυνατά στο πρόσωπο (...) είμαι ανάπηρη, σχεδόν παράλυτη (...) με πήγαν στο Γ` Σώμα στρατού κι άρχισαν τις ανακρίσεις ενώ με χτυπούσαν στο κεφάλι και μου τράβαγαν τα μαλλιά (...) στις 2 Σεπτέμβρη με παρέλαβε ο Καραμήτσου με την ομάδα του (...) Μ' έδεσαν σ' ένα κρεβάτι με σύρμα, σήκωσαν τα ρούχα μου και διοχέτευαν ηλεκτρικό ρεύμα στο αριστερό πόδι, μετά στο δεξί, προχωρούν σ' ολόκληρο το σώμα, στην κοιλιά παντού. Τινάζομαι, πονώ φοβερά, πιάνεται η αναπνοή μου, δεμένη όπως είμαι πονώ περισσότερο. Η καρδιά μου πάει να σπάσει, ιδρώτας με περιλούει, η κουβέρτα μου κλείνει την αναπνοή. Σταματούν τα σοκ και αρχίζουν να με χτυπούν με λαστιχένιο βούρδουλα. Πονώ, γρυλίζω, πάω να σκάσω από έλλειψη αέρα. Με κλοτσιές συνεχίζουν το μακάβριο έργο τους σε μια ανάπηρη γυναίκα δεμένη χειροπόδαρα. Μόνο κτήνη δε θα συγκινούντο και αυτά τα τέρατα ξεπέρασαν κάθε σαδισμό. Σωστό πτώμα, ματωμένη, μισόγυμνη με πάνε σαν κουράστηκαν στο κελί μου» (καθηγήτρια 36 χρόνων).
*****
«Με πήγαν στον Λάμπρου. Ο Καραπαναγιώτης άρχισε να με κτυπάει και ν' αποσπάει τούφες μαλλιά, απειλώντας με ότι θα με βασανίσει στη "φάλαγγα". Με πήγαν στον Καλύβα, αυτός και οι βασανιστές Μπάμπαλης, Μάλιος, Χρηστάκης και 3-4 άλλοι άρχισαν τα δυνατά χτυπήματα στο κεφάλι. Προστέθηκε και ο Καραπαναγιώτης και με πήγαν στην "ταράτσα". Μ' έδεσαν σ' ένα πάγκο, βούλωσαν το στόμα μου με βρωμόχαρτο για να μη φωνάζω κι άρχισαν τη "φάλαγγα" με λοστούς. Μισοπεθαμένη με έσερναν και με κλωτσούσαν για αρκετή ώρα. Μετά με πήγαν πάλι στον Καλύβα (...) μου βίδωσε σιδερένιο στεφάνι στο κεφάλι και σφίγγοντάς το μου προξένησε αιμορραγία, ενώ τρελάθηκα από τους πόνους» (φοιτήτρια 24 χρόνων).
*****
«Παρουσία Γιαννούτσου, Κουβά και άλλων "ειδικών" βασανιστών άρχισε το μαρτύριό μου, αφού κάποιος "γιατρός" έδωσε την "έγκριση του". Γροθιές στο πρόσωπο, στο κεφάλι, χτύπημα στον τοίχο με δύναμη, κλοτσιές. Την επομένη παρουσία και του άλλου γνωστού τέρατος του Αγγελόπουλου υποβλήθηκα στο μαρτύριο της "φάλαγγας". Τα πόδια μου πρήστηκαν, πόνοι αφόρητοι και όμως πατούσαν τα πόδια μου για να "ξεπρηστούνε". Επί δέκα μέρες και καθημερινά υφίσταμαι αυτό το μαρτύριο της "φάλαγγας" και μετά με οδηγούν σ' ένα κελί που γυμνή μένω μέσα στον υγρό αυτό χώρο (...) στο γραφείο του Γιαννούτσου με χτυπούν στο κεφάλι με καλώδια, με ποδοπατούν στο στήθος, με απειλούν να με πάνε στον "Διόνυσο". Παθαίνω ακατάσχετες μητρορραγίες, καμιά περίθαλψη» (λογίστρια, 31 χρονών)
*****
«Ο Κολοβός με παρέδωσε στον Καραμήτσου που μαζί με δύο άλλους άρχισαν τα βασανιστήρια. Χτυπήματα δυνατά στο πρόσωπο, τράβηγμα των μαλλιών. Με 'ριξαν στο πάτωμα, έδεσαν τα χέρια μου με χειροπέδες, τα πόδια μου τα 'δεσαν σ' ένα τουφέκι. Με χτυπούσαν αφού μου σήκωσαν το κορμί κι έμενα καθιστή στο πάτωμα. Με μια φαρδιά σκληρή ζώνη στα πέλματα, με κλομπ στους αστραγάλους, με στρογγυλό λάστιχο στις γάμπες και στους μηρούς. Με πρησμένο όλο το σώμα με ανάγκαζαν να περπατάω» (σπουδάστρια Πολυτεχνείου 24 χρόνων).
*****
«Χτυπούσαν στο κεφάλι με γροθιές, κλοτσιές, τραβούσαν τα μαλλιά μου, βρίζανε, απειλούσαν. Βασανιστές ο Γιαννούτσος, ο γνωστός "Αντρέας" ή "γορίλας" και με την "επίβλεψη" του Κουβά. Με βασάνισαν στη "φάλαγγα". Μ' έδεσαν στην καρέκλα, με τα πόδια στηριγμένα στη ράχη μιας άλλης, χτυπούσαν με συρματένια καλώδια τα πέλματα και με γροθιές και ράβδους όλο μου το σώμα. Πονούσα φοβερά, έσκουζα (...) την 4η μέρα μ' έκλεισαν σ' ένα κελί της Ασφάλειας στον 4ο όροφο, διαστάσεων 1 με 1/2 μέτρο, ενώ ένα κουδούνι χτυπούσε δυνατά κάθε 10 λεπτά κι άκουγα από τα διπλανά κελιά τους βόγκους και τις στριγκλιές των βασανιζομένων. Οι ανακρίσεις συνεχίζονταν καθημερινά (...) απειλές να με πετάξουν από το παράθυρο» ( κομμώτρια 25 χρόνων).
*****
«Μας οδήγησαν σ' ένα χωματόδρομο κι άρχισαν να χτυπούν ανελέητα. Κλοτσιές, στρίψιμο των χεριών, χτυπούσαν σ' όλη τη διαδρομή μέχρι την Ασφάλεια. Στο 4ο πάτωμα, στο γραφείο του Μπάμπαλη (...) χτυπήματα παντού, με γροθιές και ράβδους. Επαθα καρδιακή κρίση και παρέλυσαν το αριστερό μου πόδι, χέρι και το αριστερό μέρος του προσώπου μου. Εφεραν γιατρό, μου 'δωσε φάρμακα. Με ξαναπήγαν στο 4ο πάτωμα. Με ξάπλωσαν σ ένα κρεβάτι, κάτω από ένα εκτυφλωτικό φως. Πονούσα φοβερά, ήμουν παράλυτη και τα κτήνη επέμειναν να με ανακρίνουν» (μοδίστρα 45 χρόνων).
Σαράντα χρόνια μετά, ισχύει στο ακέραιο η τελευταία φράση του κειμένου που συνόδευε τις μαρτυρίες: «ΜΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ. ΔΕ ΘΑ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟΥΡΓΟΥΣ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Ο ΛΑΟΣ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου