
Ιδού τα πειστήρια του εγκλήματος το λοιπόν.
Τι έφτιαξε πάλι ο μπαγάσας[1].
- Ολίγον τζάτζικα (ή και σατζίκιον εις την βορινήν χώραν και είς την νεο-τουρκικήν)
- 2 απλές και απέριττες όρνιθες στο φούρνο, συνοδευόμενες από μήλα της γής[2], γνήσια ρίγανη από τη Νότια Ουαλία, και (υποτίθεται) ελληνικόν ελαιόλαδο εκ του Σαινσβουριγίου Υπερκαταστήματος.
- Ροδέλας κολοκυθίων και μελιτζανίων, επιαλευρομένων και εν συνεχεία τηγανισμένων σε λάδι.
- Η κλασσική χωριάτικη σαλάτα.
- Φέτα και (ελληνικό πάντα) ματσούρ τσένταρ σαγανάκι.
- (δεν διακρινούτε) σιμιγδαλένιος χαλβάς και φρούτα της σκωτζέζικης γης.
- Χωροστάτησε ο πρωτοσύγκελος Ιγλεζίας, Σαξονίας και βόρειων αποικιών.

Μέγιστη η συμβολή του θεϊκού γιατρικού τζατζικίου, το οποίο γλυκαίνει και ευφραίνει τις καρδιές και τις αναπνοές, και του οποίου η εμφάνισις εφροντίσθη τα μάλα.
Όλα αυτά ήταν μία μικρή προσφορά του ταπεινού υπογραφόμενου, ο οποίος εφρόντισε να εκπροσωπήσει με τον καλύτερο τρόπο την μαμά (την πατρίδα και τη βιολογική) εις τις φίλες εκ Σβερινγκίας, οι οποίες (αναγκαστικώς ως επιδώθη αρχικώς εκ του "μενού") ξεπατώθηκαν εις την νεοελληνικήν παπάρα.
Αυτά. Και εις άλλα με υγεία που λένε, φάγαμε, ήπιαμε, σκάσαμε, ευχαριστηθήκαμε, και την άλλη μέρα, η εναπομείνασα όρνιθα μας εθύμησε τις σπιτικές Κυριακές πίσω στην πατρίδα[3].
Με εκτίμηση,
τσόκτσόκ[1] Εκ του αστερισκικού
- Είμαι πολύ υπερήφανος για τον μάγειρα.
- Ποιόν εσάς;
- Ναι αυτόν.
[2] Τα πομ-ντε-τερ βρε κουτό, τσι πατάτες ντε....
[3] Ξύπνημα κατά τις 12 την Κυριακή από τη μυρωδιά του φαγητού στο φούρνο που η τρισμέγιστη μητέρα έχει βάλει από το πρωί να σιγομαγειρεύεται.